βιβλιαφορος

βιβλιαφορος
    βιβλιαφόρος
     Diod. = βιβλιοφόρος См. βιβλιοφορος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βιβλιαφορος" в других словарях:

  • βιβλιαφόρος — βιβλιαφόρος, ον (Α) βλ. βιβλιοφόρος …   Dictionary of Greek

  • βιβλιαφόρος — letter carrier masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιβλιαφόρον — βιβλιαφόρος letter carrier masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιβλιαφόρους — βιβλιαφόρος letter carrier masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιβλιαφόρων — βιβλιαφόρος letter carrier masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοφόρος — και βιβλιαφόρος, ο (Α) ο γραμματοκομιστής …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»